- επιπεδομετρικός
- -ή, -όπου αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην επιπεδομετρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιπεδομετρικός — ή, ό [επιπεδομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίπεδομετρία … Dictionary of Greek